γκιουστέκι

γκιουστέκι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "γκιουστέκι" в других словарях:

  • γκιοστέκι — και γκιουστέκι και κιοστέκι, το 1. δεσμός 2. υποστήριγμα 3. πληθ. δύο στύλοι που υποστηρίζουν το ποδόστημα τού πλοίου που βρίσκεται πάνω στη ναυπηγική σχάρα 4. δύο αντίτονοι ολκοί τής μεγαλύτερης κεραίας τού πλοίου 5. κόσμημα τών βόρειων Ελλήνων… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»